Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

πτήση στο

  • 1 πτήση

    [-ήσις (-εως)] η
    1) полёт; перелёт;

    νυκτερινή πτήση — ночной полёт;

    πτήση στο διάστημα — или διαστημική ( — или κοσμική) πτήση — космический полёт;

    ομαδική πτήση — групповой полёт;

    τροχιακή πτήση — орбитальный полёт;

    τυφλή πτήση — слепой полёт;

    εν πτήσει — или κατά την πτήση — во время полёта;

    διαπλανητικές πτήσεις — межпланетные путешествия;

    2) взлёт; вылет

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > πτήση

  • 2 διάστημα

    τό
    1) промежуток, период (времени);

    χρονικό διάστημα — срок, промежуток времени;

    διάστημα ενός χρόνου — годичный срок;

    σε διάστημα... — или κατά το διάστημα... — или εν διαστήματι... — в течение, в продолжение...;

    σε σύντομο διάστημα — за короткий срок;

    κατά διάστήματα — время от времени;

    2) интервал, промежуток, пространство; расстояние;
    3) космос, космическое пространство;

    πτήση στο διάστημα — космический полёт;

    η εξερεύνηση τού διάστήματος — изучение, освоение космоса;

    4) муз. интервал;
    5) полигр, шпация;

    βάλλω διάστήματα — отбивать шпациями

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > διάστημα

См. также в других словарях:

  • πτήση — Ενέργεια και ικανότητα παραμονής και μετακίνησης στον αέρα, τυπική σε όλα σχεδόν τα πτηνά και σε μεγάλο μέρος των εντόμων. Από τα θηλαστικά, ιδιαίτερα ικανά για π. είναι μόνο τα χειρόπτερα. Άλλα σπονδυλωτά, από τα ζώντα σήμερα, δεν είναι ικανά να …   Dictionary of Greek

  • αεροναυτική — Σύνολο πειραματικών δεδομένων, τεχνικών εφαρμογών και ποικίλων δραστηριοτήτων, οι οποίες συνδέονται με τις συνθήκες που επιτρέπουν στον άνθρωπο να μετακινείται μέσα στη γήινη ατμόσφαιρα με συσκευές που κατασκευάζονται γι’ αυτό τον σκοπό. Τo… …   Dictionary of Greek

  • Κόλινς, Μάικλ — I (Michael Collins, Κλονακίλτι 1890 – Μπίλνα Μπλαθ 1922). Ιρλανδός πολιτικός, ήρωας του πολέμου της ανεξαρτησίας και ένας από τους ιδρυτές της Δημοκρατίας της Ιρλανδίας. Σε πολύ νεαρή ηλικία προσχώρησε στην επαναστατική παράταξη της Ιρλανδικής… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτικός — ή, ό 1. ο σχετικός με την πτήση στο διάστημα 2. το θηλ. ως ουσ. η αστροναυτική η επιστήμη της πτήσης στο διάστημα …   Dictionary of Greek

  • Τερέσκοβα, Βαλεντίνα — (1937). Σοβιετική αστροναύτης, η πρώτη γυναίκα, που ταξίδεψε στο διάστημα (16 19 Ιουνίου 1963). Κατά τη διάρκεια της πτήσης της, η Τ. πραγματοποίησε 48 στροφές γύρω από τον πλανήτη μας. Τον Νοέμβριο του 1963 παντρεύτηκε τον Σοβιετικό κοσμοναύτη… …   Dictionary of Greek

  • αστροναυτική — Επιστήμη η οποία οφείλει την ανάπτυξή της στην προσπάθεια κατάκτησης του Διαστήματος. Η α. είναι το σύνολο των θεωρητικών ερευνών και των πρακτικών εφαρμογών σχετικά με την κίνηση οχημάτων στο Διάστημα, που ξεκινούν από τη Γη, προωθούνται με… …   Dictionary of Greek

  • αεροδρόμιο ή αερολιμένας — Συγκρότημα κτιρίων και υπηρεσιών που σχετίζονται με την αναχώρηση, άφιξη και συντήρηση αεροπλάνων καθώς και με την εκτέλεση όλων των λειτουργιών που συνδέονται με την εναέρια διακίνηση ανθρώπων και εμπορευμάτων. Στα τελευταία χρόνια, με την… …   Dictionary of Greek

  • αεροπλάνο — Αεροσκάφος βαρύτερο από τον αέρα, που διατηρείται σε πτήση χάρη στην αεροδυναμική δράση που ασκείται πάνω στις πτέρυγές του, εξαιτίας της ταχύτητας που τού προσδίδει το σύστημα προώθησης. Υπάρχουν πολλοί τύποι επιβατικών, μεταφορικών και… …   Dictionary of Greek

  • πτηνά — Τάξη σπονδυλωτών ιδιαίτερα προσαρμοσμένων για την πτήση εξαιτίας της μετατροπής των μπροστινών άκρων σε φτερούγες. Τα π. είναι ζώα ομοιόθερμα, δηλαδή με σταθερή θερμοκρασία του σώματος, κατά μέσο όρο υψηλότερη από τη θερμοκρασία των θηλαστικών.… …   Dictionary of Greek

  • ελικόπτερο — Εναέριο όχημα του οποίου η στήριξη και η πρόωση παράγονται από μία ή περισσότερες μεγάλες έλικες μεταβλητού βήματος, που κινούνται από ενδοθερμικούς κινητήρες. Ο άξονας περιστροφής των ελίκων είναι κάθετος ή περίπου κάθετος και, ανάλογα με την… …   Dictionary of Greek

  • ανεμοπορία — Ονομάζεται έτσι η τεχνική της πτήσης με ανεμόπτερο και η σχετική με αυτήν οργάνωση. Αν εξαιρεθεί η απουσία του κινητήρα πρόωσης, η πτήση ενός ανεμόπτερου διέπεται από τους ίδιους νόμους της αεροδυναμικής οι οποίοι ρυθμίζουν την πτήση όλων των… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»